- συναπορρεῖ
- συναπορρέωrun off togetherpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)συναπορρέωrun off togetherpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναπορρέω — ΜΑ 1. εκρέω συγχρόνως («τὸ ὕδωρ συναπορρεῑ διὰ τὴν ἀνωμαλίαν», Πλούτ.) 2. χάνομαι, εκλείπω μαζί με άλλον … Dictionary of Greek